ὑποχθόνιος — under the earth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχθόνιος — α, ο / ὑποχθόνιος, ίη, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα») 2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιος («υποχθόνιος άνθρωπος») β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις») αρχ. 1. (για τους θεούς τού Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ … Dictionary of Greek
υποχθόνιος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος: Στο σεισμό ακούονται υποχθόνιοι κρότοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποχθονίων — ὑποχθόνιος under the earth fem gen pl ὑποχθόνιος under the earth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχθόνιον — ὑποχθόνιος under the earth masc acc sg ὑποχθόνιος under the earth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχθονιώτερος — ὑποχθόνιος under the earth masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχθονίαις — ὑποχθόνιος under the earth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχθονίη — ὑποχθόνιος under the earth fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχθονίοιο — ὑποχθόνιος under the earth masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχθονίοις — ὑποχθόνιος under the earth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχθονίοισι — ὑποχθόνιος under the earth masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)